πλακάζ

πλακάζ
το
(λ. γαλλ., άκλ.), κατασκευή που αποτελείται από οπλισμένο τελάρο και επικαλυμμένο από τις δύο πλευρές με λεπτό φύλλο ξύλου (καπλαμά).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλακάζ — το, Ν άκλ. 1. τεχνολ. όρος που δηλώνει την κάλυψη ενός υλικού μικρότερης αξίας με φύλλα ή πλάκες πολυτιμότερου υλικού 2. αρχιτ. κάλυψη ενός τοίχου με πέτρες πάχους τριών έως οκτώ εκατοστομέτρων ή με τεχνητές πλάκες είτε για λόγους διακόσμησης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”