- πλακάζ
- το(λ. γαλλ., άκλ.), κατασκευή που αποτελείται από οπλισμένο τελάρο και επικαλυμμένο από τις δύο πλευρές με λεπτό φύλλο ξύλου (καπλαμά).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.